- λεμονοπορτοκαλιά
- η грейпфрут (дерево)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λεμονοπορτοκαλιά — η βοτ. υβρίδιο λεμονιάς που προήλθε από διασταύρωσή της με πορτοκαλιά και που παράγει καρπούς σαν τα πορτοκάλια, αλλά με ξινό χυμό και άρωμα λεμονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ. πληθ. λεμονοπορτοκαλέαι, μαρτυρείται από το 1859 στον Θεόδωρο… … Dictionary of Greek
λεμονοπορτόκαλο — το 1. ο καρπός τού δένδρου λεμονοπορτοκαλιά 2. στον πληθ. τα λεμονοπορτόκαλα πορτοκάλια και λεμόνια μαζί … Dictionary of Greek